διαβρωτικός

διαβρωτικός
-ή, -ό επίρρ. αυτός που προκαλεί διάβρωση, ο φθοροποιός: Κάποιοι λεκέδες καθαρίζουν μόνο με διαβρωτικά υλικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαβρωτικός — corrosive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικός — ή, ό (AM διαβρωτικός, ή, όν) [διαβιβρώσκω] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει 2. ο σχετικός με τη διάβρωση νεοελλ. φρ. «διαβρωτική επίδραση» επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά… …   Dictionary of Greek

  • διαβρωτικά — διαβρωτικός corrosive neut nom/voc/acc pl διαβρωτικά̱ , διαβρωτικός corrosive fem nom/voc/acc dual διαβρωτικά̱ , διαβρωτικός corrosive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικῶν — διαβρωτικός corrosive fem gen pl διαβρωτικός corrosive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικόν — διαβρωτικός corrosive masc acc sg διαβρωτικός corrosive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικαῖς — διαβρωτικός corrosive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικαί — διαβρωτικός corrosive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικοί — διαβρωτικός corrosive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικοῦ — διαβρωτικός corrosive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρωτικούς — διαβρωτικός corrosive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”